- ζωογονώ
- (AM ζωογονῶ, -έω) [ζωογόνος]1. παρέχω ζωή, εμψυχώνω, δίνω δύναμη, τονώνω, αναζωογονώ («ο ήλιος αναζωογονεί τη φύση»)2. ενθαρρύνω, τονώνω ηθικά ή ψυχικάνεοελλ.αποκτώ ζωήαρχ.1. γεννώ ζωντανά πλάσματα, παράγω έμβια όντα («ἡ φύσις ζωογονεῑ», Θεόφρ.)2. (για ζώα) γεννώ, ζωοτοκώ3. μέσ. ζωογονούμαιγεννιέμαι, παράγομαι4. διατηρώ κάτι ζωντανό, στη ζωή5. φρ. (για τον Δία που γέννησε την Αθηνά ζωντανή από το κεφάλι του) «ζωογονῶ παρθένον» — γεννώ παρθένο ζωντανή.
Dictionary of Greek. 2013.